- θεσμόθετις
- θεσμόθετ-ις, ιδος, ἡ,= θεσμοφόρος, title of Demeter, Corn.ND28; of Isis, Hymn.Is.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεσμοθέτις — η βλ. θεσμοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοθέτης*] … Dictionary of Greek
θεσμοθέτιδος — θεσμόθετις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek